μουσικολογικός

μουσικολογικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τη μουσικολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”